χήρων

χήρων
χήρα
widow
fem gen pl
χήρα
widow
masc/neut gen pl
χήρα
widow
masc gen pl
χῆρος
widow
fem gen pl
χῆρος
widow
masc/neut gen pl
χηρόω
make desolate
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
χηρόω
make desolate
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χηρῶν — Χῆρα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρῶν — χήρα widow fem gen pl χηρόω make desolate pres part act masc voc sg (doric aeolic) χηρόω make desolate pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χηρόω make desolate pres part act masc nom sg χηρόω make desolate pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • вьдовица — ВЬДОВИЦ|А (198), Ѣ ( А) с. Вдова: Оубогыихъ посѣштѩита въдовицѣ заштиштаита. немоштьны˫а милѹита (χήρας) Изб 1076, 110 об.; ˫ако же подобаше. много же отъ имѣни˫а разда˫а нищимъ. и сирымъ. и въдовицамъ СкБГ XII, 20б; Клирици ли въздьржащеисѩ. къ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вьдовѣти — ВЬДОВѢ|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. Вдоветь: ѥгда бо расверѣпѹють ѿ х(с)а и за мѹже хотѩть видиши ли не вдовѣти хотѩщимъ рече но еже мѹжю хотѣти по вдовьствѣ бранить онъ. (χηρεύειν) ПНЧ XIV, 39в; но лѹче при˫ати проданое. нежели житиискыхъ потрѹжающемъсѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • VIDUA — ex ve particula, vel vir et iduare, quod olim Hetruscis dividere significabat, quasi Viridua, a viro divita; an ex ἰδίᾳ privata? fiebat apud Veteres duplici modô, morte Mariti et divortiô. Priori casu Viros defunctos ab uxoribus viduis menses… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι …   Dictionary of Greek

  • προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”